- χαϊδεμένος
- -η, -ο, Νβλ. χαϊδεύω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Χαϊδεμένος, Γεώργιος — Αγωνιστής από τα Σφακιά. Αγωνίστηκε στο σώμα του Υψηλάντη στο Δραγατσάνι, όπου και έπεσε. Αναφέρεται και με το επώνυμο Δαιμονάκης … Dictionary of Greek
χαϊδεύομαι — χαϊδεύομαι, χαϊδεύτηκα, χαϊδεμένος βλ. πίν. 18 Σημειώσεις: χαϊδεύομαι : δε χρησιμοποιείται συνήθως ως παθητικό του χαϊδεύω, αλλά με την ειδική έννοια → (με νάζια κτλ.) επιδιώκω χάδια. Η μτχ. χαϊδεμένος έχει συχνά την έννοια → καλομαθημένος … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
χαϊδεύω — χάιδεψα, χαϊδεύτηκα, χαϊδεμένος, και χαδεύω χάδεψα, χαδεύτηκα, χαδεμένος 1. κάνω χάδια σε κάποιον, τον χαϊδολογάω, τον θωπεύω με τα χέρια: Χάιδευε τα μαλλιά της. 2. περιποιούμαι κάποιον, τον καλοπιάνω, τον κολακεύω. 3. το μέσο, χαϊδεύομαι μου… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακριβοτάιστος — η, ο και ακριβοτάγιστος [ακριβοταΐζω] 1. αυτός που τρέφεται με δαπανηρή τροφή, με πολλά έξοδα 2. μοσχαναθρεμμένος, χαϊδεμένος … Dictionary of Greek
καλομαθαίνω — (Μ καλομαθαίνω) συνηθίζω στην άνεση, στην ευμάρεια νεοελλ. 1. (μτβ.) διδάσκοντας μαθαίνω κάτι σε κάποιον καλά, διδάσκω κάποιον ορθά 2. (αμτβ.) μαθαίνω εύκολα, κατανοώ πλήρως, μαθαίνω κάτι επαρκώς, καλοκαταλαβαίνω («τα μαθηματικά τά καλομαθαίνει») … Dictionary of Greek
καλοσυνηθίζω — 1. (μτβ.) διδάσκω κάποιον λεπτούς τρόπους, τού μαθαίνω καλές συνήθειες, τον συνηθίζω στο καλό («το παιδί πρέπει να τό καλοσυνηθίσεις από μικρό») 2. (αμτβ.) αποκτώ καλές συνήθειες, λεπτούς τρόπους 3. (ειρωνικά) μεταδίδω σε κάποιον ευχάριστες, αλλά … Dictionary of Greek
κανακάρης — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αθανάσιος. Καταγόταν από την Πάτρα. Ήταν πλούσιος γαιοκτήμονας και διετέλεσε στην Κωνσταντινούπολη μωραγιάνης και βεκίλης πριν από την έκρηξη της Επανάστασης. Μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία το 1820 στην… … Dictionary of Greek
κανακάρικος — σσα, ο, (Μ κανακάρικος, η, ον) [κανακάρης] χαϊδεμένος, αγαπημένος, μεγαλωμένος με πολλές περιποιήσεις και χάδια … Dictionary of Greek
κανακεύω — (Μ κανακεύω) [κανάκι] 1. ανατρέφω με αγάπη και χάδια, με πολλές περιποιήσεις 2. περιποιούμαι, φέρομαι με αγάπη, καλοπιάνω 3. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) κανακεμένος, η, ο αγαπημένος, χαϊδεμένος … Dictionary of Greek
χαϊδεύω — και χαδεύω Ν [χάιδι / χάδι] 1. θωπεύω, αγγίζω ή τρίβω ελαφρά με την παλάμη τού χεριού, στοργικά, τρυφερά, με αγάπη κάποιον (α. «τού χάιδεψε το μέτωπο» β. «μη χαϊδεύεις πολύ τη γάτα») 2. περιποιούμαι πολύ κάποιον ή συμπεριφέρομαι κολακευτικά σε… … Dictionary of Greek